παρεσχισμένου

παρεσχισμένου
παρασχίζω
rip up lengthwise
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασχίζω — Α 1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ. β. «ἱμάτια κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”